- κλωστοϋφαντουργείο
- το [κλωστοϋφαντουργός]εργοστάσιο στο οποίο κατασκευάζονται νήματα και υφάσματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλωστοϋφαντουργείο — το κλωστοϋφαντήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλωστοϋφαντήριο — το κλωστοϋφαντουργείο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλωστή + υφαντήριο. Η λ., στον λόγιο τ. κλωστοϋφαντήριον, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κλώστης — ο, θηλ. κλώστρ(ι)α (Α κλωστής, Μ κλώστης, θηλ. κλώστρα) [κλώθω] (το αρσ. και θηλ.) ο κλώστης ή η κλώστρα εργαλείο νηματουργίας, αδράχτι νεοελλ. 1. τεχνίτης που φτ(ε)ιάχνει νήματα σε κλωστοϋφαντουργείο 2. το θηλ. η κλώστρια η κλωστική μηχανή… … Dictionary of Greek
κλωστοϋφαντήριο — το εργαστήριο όπου κλώθουν νήματα και υφαίνουν υφάσματα, κλωστοϋφαντουργείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υφαντήριο — το το εργαστήριο ή εργοστάσιο όπου υφαίνονται υφάσματα, αίθουσα ύφανσης, κλωστοϋφαντήριο, κλωστοϋφαντουργείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)